- ταγήν
- Μ1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου»2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγήν — ταγή line of battle fem acc sg (attic epic doric ionic) τᾱγήν , ταγή line of battle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek